17.10.06

Τα πρωινά της σιωπής

Τα πρωινά ξυπνάει συνήθως πρώτη. Καθώς σηκώνεται τον βλέπει να κοιμάται ακόμα στη θέση του δρομέα: πόδι και χέρι σε προβολή, το λευκό φανελάκι της Μινέρβα τρεμουλιάζει στην αναπνοή του, τα γυμνά του πόδια τρέχουν έναν ονειρικό μαραθώνιο. Πίνοντας νερό από το μπουκάλι του κομοδίνου, τραβάει την πόρτα πίσω της να μην τον ενοχλήσει με τους ήχους του πρωινού. Κάπως έκπληκτη κοιτάει το φως που μπαίνει από το μεγάλο πορτοπαράθυρο του καθιστικού. Πατάει μηχανικά το κουμπί του υπολογιστή και κατευθύνεται στον καναπέ, το μπουκάλι ακόμα στα χέρια, αράζει και κοιτάει το γαλάζιο ουρανό πίσω από τις κεραίες των απέναντι πολυκατοικιών. Τα σύννεφα παιγνιδίζουν. Της αρέσει η ησυχία αυτή την ώρα: πολύ νωρίς για τηλεφωνήματα, η πόλη εκεί έξω έχει ξυπνήσει εδώ και ώρα αλλά το γραφείο είναι ακόμα γαλήνιο· μπορεί ν’ ακούσει το χουρχουρητό του υπολογιστή, το θρόισμα του νυχτικού της πάνω στο μαξιλάρι, τις σκέψεις της ν’ αγκαλιάζουν σιγά σιγά τα μικρά και μεγάλα καθημερινά. Στην κουζίνα στύβει χυμό πορτοκάλι με λίγο νερό, πάντα στο ίδιο ποτήρι. Κάθεται στο γραφείο, ανοίγει ραδιόφωνο, μαζί με τις μουσικές ξεχύνονται στο δωμάτιο οι έγνοιες της ημέρας. Πώς είναι δυνατόν να μη θυμάται ποτέ το προηγούμενο βράδυ τι έχει να εκτυπώσει για το επόμενο πρωί; Τσεκάρει e-mail, σχεδόν τίποτε άλλο εκτός από newsletters και spam. «Είναι νωρίς ακόμα», σκέφτεται. Ξεκινάει με τις εκτυπώσεις. Ρίχνει μια ματιά στο απεργιακό δελτίο της ημέρας και την πρόγνωση του καιρού. Καθώς τοποθετεί τα πιάτα του χθεσινού δείπνου στο πλυντήριο πιάτων, σχεδιάζει στο μυαλό της διαδρομές, κουβέντες που δεν έχουν ειπωθεί ακόμα, μια συνταγή να μαγειρέψει το βράδυ. Γεμίζει με νερό την καφετιέρα. Κάπως απροειδοποίητα νιώθει χαρούμενη που δεν έχει χτυπήσει ακόμα το τηλέφωνο, που δε χρειάστηκε να μιλήσει ακόμα. Ζεσταίνει το καινούργιο φλιτζάνι πριν χύσει μέσα τον καφέ. Από τη μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαρας τον βλέπει να ονειροδρομεί αμέριμνος. «Καρδιά μου» του λέει με ένα χάδι, καθώς κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και δεν ξέρει αν τον ξυπνάει τόσο η φωνή της όσο το δυνατό άρωμα του εσπρέσο. Το βλέμμα του ανατέλλει με ανάμεικτη τη διαμαρτυρία για το ξύπνημα και την ευγνωμοσύνη για το χάδι και τον καφέ. «Καρδιά μου» λέει πάλι και η πρωινή σιωπή της ραγίζει σα ρόδι που γεννάει τους σπόρους της μέρας.